Έρλιχ, Πάουλ

Έρλιχ, Πάουλ
(Paul Ehrlich, Στρέλεν 1854 – Μπαντ, Χόμπουργκ 1915). Γερμανός μικροβιολόγος, θεμελιωτής της ανοσοβιολογίας και της χημειοθεραπείας. Ο Έ. υπέθεσε ότι τα αντισώματα αντιστοιχούν σε μόρια πρωτεΐνης, προικισμένα με πλευρικές αλυσίδες ειδικές για το αντιγόνο που προκάλεσε τον σχηματισμό τους· κατά τη θεωρία του –η οποία υποστηρίζεται ακόμα– η ένωση των αντισωμάτων με τα αντιγόνα οφείλεται σε χημικούς δεσμούς που δημιουργούνται μεταξύ των πλευρικών αλυσίδων του αντιγόνου και του ίδιου του αντισώματος. Το 1910, όταν του είχε ήδη απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ (1908), ο Έ. εισήγαγε στη θεραπευτική το περίφημο αρσενικούχο σκεύασμα 606σαλβαρσάν, που υπήρξε το πρώτο πραγματικά αποτελεσματικό φάρμακο κατά της σύφιλης και αποτέλεσε πάνω απ’ όλα την απόδειξη της δυνατότητας αντιμετώπισης των παθογόνων μικροοργανισμών με χημικά σκευάσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κάρερ, Πάουλ — (Karrer Paul, Μόσχα 1889 – Ζυρίχη 1971). Ελβετός χημικός. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο της Ζυρίχης (1911) και εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν, όπου συνεργάστηκε με τον βακτηριολόγο Πάουλ Έρλιχ σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

  • χημειοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”